κουβαρνταλίκι

κουβαρνταλίκι
και κουβαρδαλίκι και χουβαρνταλίκι, το
απλοχεριά, γενναιοδωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda-lik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουβαρδαλίκι — το βλ. κουβαρνταλίκι …   Dictionary of Greek

  • συναλίκι — το, Ν δοσοληψία, σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναλλαγή + κατάλ. λίκι (κατά τα κουβαρνταλίκι, νταηλίκι) με απλοποίηση] …   Dictionary of Greek

  • χουβαρνταλίκι — το, Ν βλ. κουβαρνταλίκι …   Dictionary of Greek

  • κουβαρδαλίκι — κουβαρδαλίκι, το και κουβαρνταλίκι, το και χουβαρδαλίκι, το (λ. τουρκ.), γενναιοδωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χουβαρνταλίκι — χουβαρνταλίκι, το και κουβαρνταλίκι, το (λ. τουρκ.), γενναιοδωρία, ελευθεριότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”